- στεφηπλόκος
- στεφη-πλόκος, ον,A v.l. for στεφανηπλόκος, Plu.2.41e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφηπλόκος — ον, Α στεφανηπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιο πλόκος. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek